φτέρνισμα

φτέρνισμα
το, Ν
βλ. φτάρνισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φτέρνισμα — το, ατος βλ. φτάρνισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πταρμικός — ή, ό / πταρμικός, ή, όν, ΝΑ [πταρμός] 1. αυτός που προκαλεί πταρμό, φτέρνισμα 2. το θηλ. ως ουσ. η πταρμική είδος φυτού που προξενεί φτέρνισμα* αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πταρμικά όσα προκαλούν πταρμό …   Dictionary of Greek

  • πτάρνισμα — το, Ν βλ. φτέρνισμα …   Dictionary of Greek

  • πτάρνυμαι — και πταίρνω και πτείρω και πτέρομαι ΜΑ, και πτέρνομαι Α μσν. μτφ. (για λύχνο) εκβάλλω, τινάζω σπίθες βίαια ή εκρηκτικά αρχ. φτερνίζομαι («Τηλέμαχος δὲ μέγ ἔπταρεν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πτάρ νυ μαι με συνεσταλμένο ριζικό φωνηεντισμό και… …   Dictionary of Greek

  • πτέρνισμα — (I) το, Ν βλ. φτέρνισμα. (II) τὸ, Μ [πτερνίζω] υποσκελισμός, εκτόπισμα με τέχνασμα ή με δόλο, πτερνισμός …   Dictionary of Greek

  • πταρμός — ο, ΝΑ, και φταρμός Ν [πτάρνυμαι] αιφνίδια σπασμωδική κίνηση τών εκπνευστικών μυών, χάρη στην οποία ο αέρας απομακρύνεται απότομα και βίαια από το αναπνευστικό σύστημα διά μέσου τής μύτης και τού στομάχου, κίνηση που αποτελεί αντανακλαστικό… …   Dictionary of Greek

  • πτερνισμός — (I) ο, Ν [πτερνίζομαι] το φτέρνισμα. (II) ὁ, ΜΑ [πτερνίζω] χτύπημα με τη φτέρνα, κλοτσιά αρχ. 1. υποσκελισμός με τέχνασμα ή με δόλο 2. δολιότητα, πανουργία, επιβουλή …   Dictionary of Greek

  • πτόρμος — ὁ, Α (αιολ. τ.) πταρμός, φτέρνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη ρίζα τού πτάρνυμαι* με διαφορετική αντιπροσώπευση της συνεσταλμένης βαθμίδας] …   Dictionary of Greek

  • φτάρνισμα — και φτέρνισμα και πτάρνισμα και πτέρνισμα, το, Ν [φταρνίζομαι / φτερνίζομαι / πταρνίζομαι / πτερνίζομαι] αντανακλαστικός σπασμός τών αναπνευστικών μυών που προκαλεί βίαιη και ηχηρή εκπνοή …   Dictionary of Greek

  • φτάρνισμα — φτάρνισμα, το και φτέρνισμα, το, ατος ακούσιος αντανακλαστικός σπασμός των αναπνευστικών μυώνων, που οφείλεται σε ερεθισμό του βλεννογόνου της μύτης και προκαλεί την εκπνοή αέρα με βίαιο και ηχηρό τρόπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”